- ανακατεμένος
- motley
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ανάμικτος — η, ο (Α ἀνάμικτος, ον) [αναμείγνυμι] αυτός που αποτελείται από δύο ή περισσότερα πράγματα ή ποιότητες τού ίδιου πράγματος, που έχει υποστεί ανάμιξη, ανακατεμένος, ανάκατος νεοελλ. ο μη καθαρός, μη αγνός, νοθευμένος … Dictionary of Greek
ανεμόχυτος — η, ο χυμένος, ανακατεμένος από τον άνεμο … Dictionary of Greek
γεωμιγής — γεωμιγής, ές (Α) ανακατεμένος με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + μιγής < εμίγην (παθ. αόρ. β τού μείγνυμι)] … Dictionary of Greek
διαστίλβω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ 2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εμπλέκω — (AM ἐμπλέκω) 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνδυάζω στενά 2. κάνω κάποιον να αναμιχθεί σε κάτι, συνήθως δυσάρεστο ή επικίνδυνο («τόν ενέπλεξε σε περιπέτειες», «τούς έκανε να εμπλακούν σε διαμάχες κ.λπ.») νεοελλ. εμπλέκομαι βρίσκομαι… … Dictionary of Greek
πηλοφύρατος — ον, Μ ζυμωμένος, ανακατεμένος με πηλό («άνθρωποι πηλοφύρατοι, χωμάτινοι τήν πλάσιν», Κων. Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φύρατος (< φυρῶ), πρβλ. νεο φύρατος] … Dictionary of Greek
πολυμιγής — και επικ. τ. πουλυμιγής και πολυμμιγής, ές Α 1. πολύ ανάμικτος, πολύ ανακατεμένος 2. αποτελούμενος από πολλά συστατικά 3. συγκεχυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιγής (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek
πολύκρατο — το / πολύκρατος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ορυκτό πολύκραστο αρχ. ανακατεμένος πολύ, ανάμικτος με πολλά συστατικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρατος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. εύ κρατος, ισό κρατος] … Dictionary of Greek
σμιχτός — ή, ό, Ν [σμίγω] 1. ανάμικτος, ανακατεμένος 2. (για τα φρύδια) ενωμένος στο πάνω μέρος τής μύτης («κι οι παντρεμένες ξενυχτάν για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια», Γρυπ.) … Dictionary of Greek
συναναμίγνυμι — ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α θήν.) 2. παθ. συναναμίγνυμαι α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις» … Dictionary of Greek
σύμφυρτος — η, ο / σύμφυρτος, ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, ή, ό, Ν [συμφύρω] αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος … Dictionary of Greek